- κορυβάντειος
- κορυβάντειος, -εία, -ον, ουδ. και κορυβαντεῑον (Α) [Κορύβας]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῑονο ναός τών Κορυβάντων («τό τε Κορυβαντεῑον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῡν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς τοῡ Σμινθίου», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.