κορυβάντειος

κορυβάντειος
κορυβάντειος, -εία, -ον, ουδ. και κορυβαντεῑον (Α) [Κορύβας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῑον
ο ναός τών Κορυβάντων («τό τε Κορυβαντεῑον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῡν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς τοῡ Σμινθίου», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κορυβαντείων — Κορυβάντειος Corybantian fem gen pl Κορυβάντειος Corybantian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • κορυβάντιος — κορυβάντιος, ία, ον (ΑM) [Κορύβας] 1. κορυβάντειος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορυβάντιον (κατά τον Θησ. Στεφ.) «περίθεμα κεφαλής ἐγκόσμιον, καλόν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”